συγγένεια

συγγένεια
Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν γραμμήν»: όταν το ένα πρόσωπο προέρχεται βιολογικά από το άλλο (πατέρας - γιος - εγγονός) ή «εκ πλαγίου»: όταν δύο πρόσωπα, χωρίς να είναι μεταξύ τους συγγενή κατευθείαν γραμμή, κατάγονται από ένα και το αυτό πρόσωπο (π.χ. πρώτοι εξάδελφοι που τους συνδέει η καταγωγή από κοινό πάππο). Η αγχιστεία είναι δεσμός σ. με έρεισμα το γάμο, υπό την έννοια ότι οι συγγενείς εξ αίματος του ενός από τους συζύγους γίνονται συγγενείς και του άλλου συζύγου· κι αυτό όχι μόνο κατά τη διάρκεια του γάμου, αλλά και στην περίπτωση που ο γάμος θα είχε λυθεί ή θα είχε ακυρωθεί. Κάθε γέννηση αποτελεί ένα «βαθμό»· η σειρά των γεννήσεων αποτελεί τη «γραμμή». Ο βαθμός της σ. καθορίζεται ανάλογα με τον αριθμό γεννήσεων που μεσολαβούν (π.χ. πατέρας και γιος είναι συγγενείς κατευθείαν γραμμή πρώτου βαθμού· πρώτοι εξάδελφοι είναι συγγενείς εκ πλαγίου τετάρτου βαθμού). Κατά τον ελληνικό A.K. (αρ. 1463) το εξώγαμο δεν θεωρείται καταρχήν ως εξ αίματος συγγενής προς τον πατέρα που το έχει αναγνωρίσει. Αλλά, κατ’ άλλη διάταξη του Κώδικα (αρ. 1359), υπάρχει σ. όσον αφορά τα κωλύματα γάμου μεταξύ του εξώγαμου και των καταγόμενων από αυτό, από το ένα μέρος και του πατέρα που έκανε την αναγνώριση και των συγγενών του εξ αίματος, από το άλλο. Η σ. αποτελεί, γενικότερα, κώλυμα σύναψης γάμου μεταξύ συγγενών «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας», κατευθείαν γραμμή οποιουδήποτε βαθμού. Κώλυμα υπάρχει και μεταξύ συγγενών «εξ αίματος» του ενός συζύγου με συγγενείς «εξ αίματος» του άλλου συζύγου ως και στο δεύτερο βαθμό (γάμος). Από το είδος και το βαθμό σ. δημιουργούνται, σύμφωνα με το νόμο, και ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις καθώς και ορισμένης συμπεριφοράς που στηρίζεται στον θεσμό της οικογένειας.
* * *
η, ΝΜΑ [συγγενής]
1. ο εξ αίματος ή εξ αγχιστείας δεσμός μεταξύ ατόμων
2. κοινή προέλευση ή ομοιότητα ιδιοτήτων μεταξύ πραγμάτων ή καταστάσεων (α. «η συγγένεια τών δύο καλλιτεχνικών τάσεων είναι εμφανής» β. «ἡ πρὸς τὸ... ἱερὸν πῡρ συγγένεια [παντὸς πυρός]», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. η κοινωνικά αναγνωρισμένη σχέση μεταξύ ατόμων που συνδέονται ή θεωρείται ότι συνδέονται βιολογικά ή στα οποία αποδίδεται δεσμός μέσω γάμου ή υιοθεσίας ή άλλης συναφούς, άτυπης ή θεσμοποιημένης πρακτικής
2. (νομ.) η μεταξύ προσώπων βιοτική σχέση η οποία δημιουργείται από το γεγονός τής καταγωγής όλων τους από ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με αδιάσπαστη σειρά γεννήσεων
3. φρ. α) «σύστημα συγγένειας» — οι διάφοροι τρόποι διευθέτησης τών δεσμών αιματοσυγγένειας και αγχιστείας σε μια δεδομένη κοινωνία
β) «στοιχειώδεις δομές συγγένειας» — δομές συγγένειας στις οποίες υπάρχει ένας θετικός κανόνας για τον γάμο με άτομο που ανήκει σε μια συγκεκριμένη κατηγορία συγγενών, δομές που προσφέρουν ως αρχή μια περιορισμένη επιλογή συζύγου
γ) «σύνθετες δομές συγγένειας» — δομές συγγένειας που έχουν αρνητικούς κανόνες γάμου οι οποίοι προσδιορίζουν ποια άτομα δεν μπορεί ένα δεδομένο άτομο να παντρευθεί
δ) «συγγένεια εξ αίματος» — συγγένεια που στηρίζεται στο γεγονός ότι ένα πρόσωπο γεννήθηκε άμεσα ή έμμεσα από ένα άλλο
ε) «συγγένεια εκ πλαγίου» ή «πλάγια συγγένεια» — συγγένεια που συνδέει πρόσωπα τα οποία είτε ανήκουν στην ίδια γενεά είτε σε διαφορετική, φθάνουν στο ίδιο πρόσωπο ως κοινό γεννήτορα τους
στ) «βαθμός συγγένειας» — ο αριθμός τών γεννήσεων που μεσολαβούν μεταξύ δύο ατόμων τα οποία συνδέονται με δεσμούς συγγένειας
ζ) «συγγένεια εξ αγχιστείας» — συγγένεια που δεν στηρίζεται στο φαινόμενο τής βιολογικής μεταβίβασης τής ζωής, αλλά στον γάμο μεταξύ δύο προσώπων, συγγένεια που είναι ισόβια ακόμη και αν ο γάμος ο οποίος τή δημιουργεί διαλυθεί με οποιονδήποτε τρόπο
η) «θετή συγγένεια» — συγγένεια που δημιουργείται από νομική πράξη, όπως είναι η υιοθεσία
θ) «πνευματική συγγένεια» — συγγένεια που δημιουργείται, κατά το βάπτισμα, μεταξύ αναδόχου και αναδεκτού
ι) «ευθύγραμμη συγγένεια» — συγγένεια που συνδέει άτομα τα οποία κατάγονται το ένα από το άλλο βιολογικά ή σύμφωνα με άλλο κανόνα ο οποίος υποκαθιστά τη βιολογική σχέση, όπως είναι η υιοθεσία
ια) «πλασματική συγγένεια» — κοινωνικός δεσμός που επιδιώκει να αναπληρώσει την αιματοσυγγένεια
ιβ) «ορολογία συγγένειας» — το σύστημα τών ονομασιών που εφαρμόζεται σε κατηγορίες συγγενών που σχετίζονται η μία με την άλλη
ιγ) «χημική συγγένεια» — η τάση τών σωμάτων να ενώνονται μεταξύ τους ή, αλλιώς, η δύναμη που συγκρατεί τα άτομα ενωμένα σε μια χημική ένωση
αρχ.
1. κύρος, επιβολή που πηγάζει από την ιδιότητα ενός ατόμου να αποτελεί μέλος μιας οικογένειας («τοῡτο οὔτε συγγένεια οἵα τε ἐμποιεῑν οὕτω καλῶς οὔτε τιμαὶ οὔτε πλοῡτος», Πλάτ.)
2. (περιλπτ.) το σύνολο τών συγγενών ενός ατόμου, σόι («ἡ Περικλέους ὅλη οἰκία ἤ ἄλλη συγγένεια», Πλάτ.)
3. (για ζώο) α) γένος ή είδος
β) (γενικά) τάξη
4. (κατά τους αλχημιστές) ιδιάζουσα σχέση ή αλληλεπίδραση μεταξύ μετάλλων
5. ιατρ. ο εγγενής χαρακτήρας μιας ασθένειας
6. η σχέση αποικίας προς τη μητρόπολη
7. στον πληθ. αἱ συγγένειαι
η οικογένεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συγγενεία — συγγενείᾱ , συγγένεια kinship fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγένεια — kinship fem nom/voc sg συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγένεια — η 1. σχέση εξ αίματος ή επιγαμίας: Έχουν συγγένεια μακρινή. 2. ομοιότητα: Τα κόμματα αυτά έχουν στενή συγγένεια. 3. «χημική συγγένεια», ιδιότητα των χημικών στοιχείων να συναποτελούν χημικές ενώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγγένεια χημική — Το μέτρο της τάσης των στοιχείων και γενικά των ενώσεων να συνδεθούν χημικά με άλλα στοιχεία ή ενώσεις. Από τα παλιότερα, αλλά και από τα σύγχρονα προβλήματα της χημείας είναι η ανακάλυψη μιας γενικής αρχής, που να ερμηνεύει το αυθόρμητο, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • συγγενείαν — συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 1st sg (doric aeolic) συγγενείᾱν , σύν γενειάω grow a beard imperf ind act 3rd pl (attic epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγενείας — συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem acc pl συγγενείᾱς , συγγένεια kinship fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγγένει' — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένειαι , συγγένεια kinship fem nom/voc pl συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl συγγένειε , συγγένειος akin masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγένεια — συγγένεια , συγγένεια kinship fem nom/voc sg συγγένεια , συγγένειος akin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγγενείᾳ — συγγενείᾱͅ , συγγένεια kinship fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”